- κυανοπλόκαμος
- κῠᾰνο-πλόκᾰμος, ον,A dark-haired, B.5.33, al., Q.S.5.345.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυανοπλόκαμος — κυανοπλόκαμος, ον (Α) (για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιο πλόκαμος, σταχυο πλόκαμος)] … Dictionary of Greek
κυανοπλοκάμοις — κυανοπλόκαμος dark haired masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπλοκάμου — κυανοπλόκαμος dark haired masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοπλόκαμοι — κυανοπλόκαμος dark haired masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανόπλοκος — κυανόπλοκος, ον (Α) κυανοπλόκαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, σιδηρό πλοκος] … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek